- χρημοσύνη
χρημοσύνη, ἡ, Nothdurft, Dürftigkeit, Armuth, Theogn. 389. 394. Vgl. auch χρησμοσύνη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρημοσύνη, ἡ, Nothdurft, Dürftigkeit, Armuth, Theogn. 389. 394. Vgl. auch χρησμοσύνη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρημοσύνη — need fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρημοσύνῃ — χρημοσύνη need fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρημοσύνη — ἡ, Α (ποιητ. τ.) χρεία, ανάγκη, έλλειψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρήμη + κατάλ. ο σύνη (βλ. λ. σύνη)] … Dictionary of Greek
χρημοσύνηι — χρημοσύνῃ , χρημοσύνη need fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρημοσύνην — χρημοσύνη need fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμοσύνη — ἡ, ΜΑ, και ιων. τ. χρημοσύνη Α έλλειψη, χρεία αρχ. 1. επίμονη παράκληση 2. υπηρεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. χρημοσύνη, με δυσερμήνευτο σ . Η σύνδεση τού τ. με τη λ. χρησμός είναι εσφ.] … Dictionary of Greek
χρημοσύνᾳ — χρημοσύναι , χρημοσύνη need fem nom/voc pl χρημοσύνᾱͅ , χρημοσύνη need fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)