- χρονικός
χρονικός, von der Zeit, zur Zeit gehörig, die Zeit betreffend; κανόνες Plut. Sol. 27; dah. τὰ χρονικά, sc. βιβλία, Zeit- oder Geschichtsbücher, Them. 27 u. A. – Adv. χρονικῶς, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρονικός, von der Zeit, zur Zeit gehörig, die Zeit betreffend; κανόνες Plut. Sol. 27; dah. τὰ χρονικά, sc. βιβλία, Zeit- oder Geschichtsbücher, Them. 27 u. A. – Adv. χρονικῶς, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρονικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονικός — ή, ό / χρονικός, ή, όν, ΝΜΑ [χρόνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρόνο (α. «χρονική στιγμή» β. «χρονικό διάστημα» γ. «χρονική υστέρηση» δ. «οὔ μοι δοκῶ προήσεσθαι χρονικοῑς τισι λεγομένοις κανόσιν», Πλούτ.) 2. γραμμ. δηλωτικός χρόνου (α … Dictionary of Greek
χρονικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χρόνο: Δεν υπάρχουν πολλά χρονικά περιθώρια. 2. στο συντακτικό, αυτός που δηλώνει χρόνο: Είναι χρονική η πρόταση αυτή. 3. το ουδ. ως ουσ., χρονικό, α. αφήγηση ιστορικών γεγονότων με χρονολογική σειρά,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρονικά — χρονικός of neut nom/voc/acc pl χρονικά̱ , χρονικός of fem nom/voc/acc dual χρονικά̱ , χρονικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονικῶν — χρονικός of fem gen pl χρονικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονικόν — χρονικός of masc acc sg χρονικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονικαῖς — χρονικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονικαί — χρονικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονικοῖς — χρονικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονικοῦ — χρονικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονικούς — χρονικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)