χρεών

χρεών

χρεών, τό, ion. χρεόν (nach Buttm. partic. von χρή, vgl. aber Wolf Lit. Anal. 2, 470), gew. nur nomin. und accus.; genit. τοῠ χρεών Eur. Herc. fur. 21 Hipp. 1256; – was nothwendig ist, geschehen muß, Nothwendigkeit, Schicksal, Verhängniß; το δεύτερον γὰρ τοῖς ἐμοῖς αὐτὴν χρεὼν τόξοις ἁλῶναι Soph. Phil. 1439; Eur. Hipp. 1256 I. T. 1486 u. sonst; – gew, χρεών ἐστιν und χρεών allein = χρή; so εἰ χρεὼν εὔξασϑαι, wenn es nöthig ist, wenn man muß, Pind. P. 3, 2; Theogn. 564; und mit accus. c. infin., Pind. P. 2, 52 N. 11, 17; Her. 1, 41. 57. 2, 133. 5, 49. 109 u. sonst (wo auch χρεόν geschrieben ist); οὕτως ὑβρίζειν τοὺς ὑβρίζοντας χρεών Aesch. Prom. 972, vgl. 998; ϑεούς τοι τοῖςδε τιμαλφεῖν χρεών Ag. 896; τὸ μὴ χρεὼν πάϑε Ch. 918; ἐὰν χρεὼν ἕκηλον εὕδειν Soph. Phil. 757; τὸ νεῖκος εὖ ϑέσϑαι χρεών O. R. 633; ἀνδρί τοι χρεὼν μνήμην προςεῖναι Ai. 316, u. öfter; so absolut auch Eur., wie Ar. Equ. 138; u. in Prosa, auch mit u. ohne ἐστίν: Her. 1, 41. 57. 2, 133. 6, 43 u. sonst; absolut χρεών = da man muß, 5, 50. 9, 58; οὐ χρεὼν ἄρχετε, nicht wie man muß, wider Gebühr, wider Recht u. Billigkeit herrscht ihr, Thue. 3, 40, vgl. 5, 49; πληκτικὴν ϑήραν ἡμᾶς προςειπεῖν νῦν χρεών Plat. Soph. 220 c; ὧν ἔμπειρον χρεὼν εἶναι Tim. 55 d; τοῦτον καϑήρασϑαι τὸν οἶκον χρεὼν ἔστω Legg. IX, 877 e; auch substantivisch, ἥ τε ἡλικία καὶ τὸ χρεὼν ἤγαγεν εἰς τὸ προέσϑαι αὐτόν Phaedr. 255 a, vgl. Ax. 364 c 365 b; Sp.; τὸ χρεὼν τοῦ χρησμοῦ ἐνταῦϑα περαίνει Plut. Nic. 14, die Prophezeiung od. die Unabänderlichkeit des Orakels.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χρεών — that which must be indeclform (indecl) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεών — και χρειών και ιων. τ. χρεόν, τὸ, Α 1. το δέον, το πρέπον, το αναγκαίο και, ειδικότερα: α) το διακηρυσσόμενο από το μαντείο β) το καθορισμένο από τη μοίρα, το πεπρωμένο γ) σπαν. ό,τι συμφέρει ή ό,τι είναι σωστό 2. (με σημ. επιρρ.) με δίκαιο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • χρεῶν — χρέα fem gen pl χρέος that which one needs must pay neut gen pl (attic epic doric) χρεώ want fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρέων — χράω 2 proclaim pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) χράω 2 proclaim pres part act masc nom sg (ionic) χρῆ sum fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαγὸς περὶ τῶν χρεῶν. — См. Шкурный вопрос …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • χρεόν — χρεών that which must be neut …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • σεισάχθεια — Αρχαίος ελληνικός όρος. Η απαλλαγή από ένα βάρος, άχθος, και συγκεκριμένα από τους φόρους ή τα χρέη. Ο Σόλων είχε χορηγήσει σ. για την απόσειση από τους ώμους των πολιτών, ιδιαίτερα των καλλιεργητών, των χρεών. Δεν τα είχε αποσβέσει εντελώς, αλλά …   Dictionary of Greek

  • χρέος — ους, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. χρεῑος και χρῆος και αττ. τ. χρέως και βοιωτ. τ. χρίος και αρκαδ. τ. πληθ. χρήατα και κρητ. τ. πληθ. χρήϊα, τὰ, Α κάθε οφειλή σε χρήμα, σε είδος ή σε υπηρεσία νεοελλ. 1. (νομ.) η παροχή, στο πλαίσιο μιας ενοχικής σχέσης …   Dictionary of Greek

  • επανορθώσεις, πολεμικές — Η οφειλή ενός ηττημένου κράτους προς τους νικητές, για την αποκατάσταση των ζημιών και απωλειών οι οποίες προξενήθηκαν κατά τη διεξαγωγή του πολέμου. Δηλαδή, πρόκειται για μια ειδική περίπτωση αποζημίωσης, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”