- χρύσ-ασπις
χρύσ-ασπις, ιδος, mit goldenem Schilde; Pind. Θήβη I. 1, 1, Παλλάς Eur. Phoen. 1381, Ῥώμη Byzan. anath. 4 (IX, 697).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρύσ-ασπις, ιδος, mit goldenem Schilde; Pind. Θήβη I. 1, 1, Παλλάς Eur. Phoen. 1381, Ῥώμη Byzan. anath. 4 (IX, 697).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χάλκασπις — άσπιδος, ὁ, Α 1. αυτός που έχει χάλκινη ασπίδα («χαλκάσπιδες ὑμέτεροι πρόγονοι», Πίνδ.) 2. ο αθλητής που μετέχει σε ένοπλο αγώνα δρόμου («χαλκάσπιδα Πυθιονίκαν», Πίνδ.) 3. στον πληθ. οἱ χαλκάσπιδες σώμα τού μακεδονικού στρατού. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
χρύσασπις — άσπιδος, ὁ, ἡ, ΜΑ (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ χρυσάσπιδες σώμα ασπιδοφόρων τού μακεδονικού στρατού αρχ. οπλισμένος με χρυσή ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ασπίς (< ἀσπίς, ίδος), πρβλ. χάλκ ασπις] … Dictionary of Greek