χρόμαδος

χρόμαδος

χρόμαδος, , ein knirschendes, knarrendes Geräusch, Knirschen, γενύων Il. 23, 688; verwandt mit χρεμετίζω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χρόμαδος — crashing sound masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρόμαδος — ὁ, Α (κυρίως ως όρος στην πάλη) κρότος προερχόμενος από σύγκρουση. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός από την ετεροιωμένη βαθμίδα χρομ τής ρίζας τού ρ. χρεμετίζω* «χλιμιντρίζω» και επίθημα (α)δος (πρβλ. κέλ αδος, ὀρυμαγδός)] …   Dictionary of Greek

  • χρόμαδον — χρόμαδος crashing sound masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • гром — род. п. грома, сюда же огромный, укр. грiм, род. п. грому, ст. слав. громъ βροντή (Супр., Клоц.), болг. гром, сербохорв. гро̑м, род. п. гро̏ма, словен. grôm, чеш. hrom, польск. grom, в. луж. hrom. Связано чередованием гласных с греметь;… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ορυμαγδός — ο (Α ὀρυμαγδός) (ποιητ. τ.) ισχυρός κρότος, πολύηχος δυνατός θόρυβος που προκαλείται από πλήθος ανθρώπων που εργάζονται ή πολεμούν ή ζώων που τρέχουν εδώ και εκεί, οχλοβοή, χαλασμός κόσμου («πολὺς δ ὀρυμαγδὸς ἐπ αὐτῷ ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν», Ομ. Ιλ.)… …   Dictionary of Greek

  • χρόμη — ἡ, Α 1. χρόμαδος* 2. (κατά τον Ησύχ.) χρεμετισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα χρομ τής ρίζας τού ρ. χρεμετίζω*] …   Dictionary of Greek

  • όμαδος — ὅμαδος, ὁ (Α) 1. θόρυβος, βοή που προκαλείται από μεγάλο πλήθος ανθρώπων οι οποίοι έχουν συγκεντρωθεί σε έναν χώρο και μιλούν όλοι μαζί, σε αντιδιαστολή με τον ήχο που παράγεται από το βάδισμα ατόμων, οχλαγωγία 2. εύθυμο άσμα που ψάλλεται από… …   Dictionary of Greek

  • ghrem-2 —     ghrem 2     English meaning: heavy sound, thunder, grumble     Deutsche Übersetzung: “laut and dumpf tönen, donnern, grollen, zornig sein”     Material: Av. gram “ ergrimmen, Grimm hegen “ (only in participle present grǝmǝntą m “ of those… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”