φίλ-ομβρος

φίλ-ομβρος

φίλ-ομβρος, Regen, Nässe liebend, νάρκισσος Mel 13 (V, 144).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύομβρος — ον, Α πολύ βροχερός, πλούσιος σε βροχοπτώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὄμβρος (Ι) «βροχή» (πρβλ. άν ομβρος, φίλ ομβρος)] …   Dictionary of Greek

  • ομβρώ — (I) ὀμβρῶ, έω (Α) [όμβρος] 1. παρέχω βροχή, βρέχω («μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός», Ησίοδ.) 2. υγραίνω, δροσίζω 3. δίνω κάτι με αφθονία («πηγᾶς γάλακτος ὀμβρῆσαι ἐν μαστοῑς», Φίλ.) 4. (ως τριτοπρόσ.) ὀμβρεῑ (κατά τον Ησύχ.) «ἀκμάζει, ὑπερισχύει,… …   Dictionary of Greek

  • φίλομβρος — ον, Α φιλόμβριος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὄμβρος «βροχή» (πρβλ. ἄν ομβρος)] …   Dictionary of Greek

  • ομβρηρός — ὀμβρηρός, ά, όν (Α) (ποιητ. τ.) βρόχινος. επίρρ... ὀμβρηρῶς (Α) 1. με τρόπο ραγδαίας βροχής 2. μτφ. με πολλά δάκρυα («πάνυ ὀμβρηρῶς χρώμεθα ταῑς λύπαις», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + κατάλ. ηρός (πρβλ. νοσ ηρός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”