φέλλα

φέλλα

φέλλα, , s. πέλα u. φελλός 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φελλεύς — έως, ὁ, Α 1. πετρώδες έδαφος 2. ως κύριο όν. Φελλεύς ονομασία πετρώδους περιοχής τής Αττικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τού καθημερινού λεξιλογίου τής αττικής διαλέκτου, αβέβαιης ετυμολ.. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. φελλ εύς έχει προέλθει από τον τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”