φέγγος

φέγγος

φέγγος, τό, Licht, Glanz, Schein; zuerst Hom. h. Cer. 279; Pind. καϑαρὸν χαρίτων, P. 9, 90; Sonnenlicht, Tageslicht, ἐπεὶ δὲ φέγγος ἠλίου κατέφϑιτο Aesch. Pers. 369; dah. δεκάτῳ σε φέγγει τῷδ' ἀφικόμην ἔτους Ag. 490; νέατον δὲ φέγγος λεύσσουσαν ἀελίου Soph. Ant. 802; El. 373 Trach. 603; Eur. oft; auch Xen. Conv. 1, 9 Cyn. 5, 4; νυκτερινὰ φέγγη Plat. Rep. VI, 508 c; bes. aber Mondlicht (dah. bei den Neugriechen φεγγάριον der Mond); auch π υρός Aesch. Eum. 983; λαμπάδων 976, wie λαμπτήρων D. Hal. 5, 42; auch ohne solchen Zusatz, Plut. Cam. 25 Al. 31. – Auch wie φάος übertr., Ruhm, Αἰακιδᾶν τηλαυγές Pind. N. 3, 64; φ. μο υσῶν Ὅμηρος Antp. Sid. 68 (VII, 6); πάτρης φέγγεα Agath. 82 (VII, 614), u. öfter in der Anth.; – erfreulicher Anblick, τί γὰρ γυναικὶ τούτου φέγγος ἥδιον δρακεῖν Aesch. Ag. 588; einzeln bei Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φέγγος — light neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέγγος — το, ΝΜΑ 1. φως, λάμψη (α. «ήταν το πρόσωπό της όλο φέγγος» β. «λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν», Πίνδ.) 2. το διάχυτο ή αμυδρό φως τής σελήνης (α. «είχε φεγγάρι λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο, / κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω», Ερωτόκρ. β. «τὸ… …   Dictionary of Greek

  • φέγγος — το ους 1. φως και μάλιστα το διάχυτο, ωχρό και αμυδρό, όπως είναι του φεγγαριού ή των άστρων: Είχε φεγγάρι λαμπερό και στρογγυλό, γεμάτο, κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω (Ερωτόκριτος). 2. φως, λάμψη, ανταύγεια. 3. το φεγγάρι, το φέγγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φέγγει — φέγγος light neut nom/voc/acc dual (attic epic) φέγγεϊ , φέγγος light neut dat sg (epic ionic) φέγγος light neut dat sg φέγγω make bright pres ind mp 2nd sg φέγγω make bright pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέγγη — φέγγος light neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φέγγος light neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φεγγέων — φέγγος light neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φεγγίων — φέγγος light neut gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέγγεα — φέγγος light neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέγγεος — φέγγος light neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέγγεσι — φέγγος light neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέγγεσιν — φέγγος light neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”