- φέρ-ασπις
φέρ-ασπις, ιδος, schildtragend; H. h. 7, 2; σάγαι Aesch. Pers. 236; κυναγοί Ag. 678; Αἴας Ep. ad. 389 (VII, 152).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φέρ-ασπις, ιδος, schildtragend; H. h. 7, 2; σάγαι Aesch. Pers. 236; κυναγοί Ag. 678; Αἴας Ep. ad. 389 (VII, 152).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρίψασπις — ο, η, ΝΑ 1. αυτός που ρίχνει την ασπίδα του και τρέπεται σε φυγή την ώρα τής μάχης, αυτός που εγκαταλείπει τα όπλα από φόβο 2. (γενικά) φυγόμαχος, δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < ῥίπτω + ἀσπίς, ίδος (πρβλ. μίκρ ασπις, φέρ… … Dictionary of Greek