φέρτατος — bravest masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρτατος — άτη, ον, Α (επίθ. υπερθ. βαθμού) 1. (για πρόσ.) ο πιο γενναίος ή αυτός που κατέχει την πιο υψηλή θέση σε μια ιεραρχική τάξη (α. «χερσί τε βίῃφί τε φέρτατοι ἦσαν», Ομ. Οδ. β. «ὁ δ ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ἐς ἐκείνου γενεάν», Πίνδ.) 2. (για πράγμ.) ο πιο … Dictionary of Greek
φερτάτων — φέρτατος bravest fem gen pl φέρτατος bravest masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρτατον — φέρτατος bravest masc acc sg φέρτατος bravest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρτερον — φέρτατος bravest masc acc sg φέρτατος bravest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερτάτου — φέρτατος bravest masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερτάτῳ — φέρτατος bravest masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερτέρη — φέρτατος bravest fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερτέρου — φέρτατος bravest masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερτέρους — φέρτατος bravest masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρτατα — φέρτατος bravest neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)