φάκελος

φάκελος

φάκελος, , das Bündel; ξύλων Eur. Cycl. 241; Her. 4, 62. 67; auch φάκελλος geschrieben, Thuc. 2, 77; D. Hal. 7, 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φάκελος — φάκελος, ο και φάκελο, το 1. χάρτινη θήκη για επιστολές ή έγγραφα: Τα γραμματόσημα του φακέλου. 2. σύνολο εγγράφων που αναφέρονται σε ορισμένη υπόθεση. 3. χαρτοφύλακας όπου ταξινομούνται και φυλάγονται έγγραφα, ντοσιέ: Ο μπλε φάκελος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φάκελος — bundle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάκελος — (I) ο, ΝΑ, και εσφ. Υρφ. φάκελλος, Ν νεοελλ. χάρτινη θήκη για επιστολή ή για έγγραφο, η οποία κλείνει και μπορεί να σφραγιστεί 2. σύνολο εγγράφων που αναφέρονται σε ορισμένη υπόθεση («ο φάκελος τής Κύπρου») 3. το ιστορικό τής πολιτικής, κυρίως,… …   Dictionary of Greek

  • φακέλου — φάκελος bundle masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φακέλους — φάκελος bundle masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φακέλῳ — φάκελος bundle masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάκελοι — φάκελος bundle masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάκελον — φάκελος bundle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλίκος — ο, Ν 1. (κυρίως για χαρτονομίσματα) δεσμίδα, μάτσο («είχε πλίκο τα χιλιάρικα») 2. περιτύλιγμα, φάκελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. plico «φάκελος, πτυχή» < λατ. plico «διπλώνω»] …   Dictionary of Greek

  • σφάκελος — (I) ο, ΝΑ νεοελλ. νεκρωτικός ιστός που βρίσκεται σε εξέλιξη προς την αποβολή του, όπως στη γάγγραινα τού δέρματος αρχ. 1. (για οστά) σήψη 2. σπασμώδης κίνηση, σπασμός («ὑπό μ αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῑς μανίαι θάλπουσι», Αισχύλ.) 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • φάκελο — και εσφ. γρφ. φάκελλο, το, Ν ο φάκελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάκελος με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”