φάντασμα

φάντασμα

φάντασμα, τό, Erscheinung, Gespenst; ἐνυπνίων φαντασμάτων ὄψεις Aesch. Spt. 692; νύκτερα frg. 293; Eur. Hec. 54; bei Plat. von εἰκών unterschieden, Soph. 236 c; τὰ ἐν τοῖς ὕδασι φαντάσματα Rep. VI, 510 a; Ggstz τὰ ὄντα X, 599 a. – Vorstellung, Soph. 232 a; bei den Stoikern bes. das Bild einer nichtigen, leeren Vorstellung.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φάντασμα — apparition neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάντασμα — Λέξη που προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα φαίνομαι, γι’ αυτό και κατά τους αρχαίους χρόνους είχε την έννοια του οράματος ή της εικόνας. Στα νεότερα χρόνια σημαίνει την εμφάνιση νεκρών στους ζωντανούς, κατά τις λαϊκές δοξασίες. Σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

  • φάντασμα — το, ατος 1. ό,τι υπάρχει μόνο στη φαντασία και όχι στην πραγματικότητα, άυλο και υπερφυσικό ον. 2. εμφάνιση πεθαμένου με ορατή ή αισθητή μορφή, είδωλο, στοιχειό, σκιά, σκιάχτρο: Το βράδυ στο δάσος βγαίνουν φαντάσματα. 3. μτφ., άνθρωπος πολύ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φάντασμ' — φάντασμα , φάντασμα apparition neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντασμάτων — φάντασμα apparition neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντάσμασι — φάντασμα apparition neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντάσμασιν — φάντασμα apparition neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντάσματα — φάντασμα apparition neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντάσματι — φάντασμα apparition neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντάσματος — φάντασμα apparition neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιά — Σκοτεινή ή μειωμένης φωτεινότητας περιοχή, που διαγράφεται πάνω σε μια επιφάνεια ανοιχτού χρώματος από την παρεμβολή ενός αδιαφανούς σώματος ανάμεσα στην επιφάνεια αυτή και σε μια φωτεινή πηγή. Η σκιά αυτή είναι σαφής στις διαστάσεις της, μόνο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”