φάτνη — manger fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάτνῃ — φάτνη manger fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάτνη — Ξύλινο συνήθως, κατασκεύασμα, μέσα στο οποίο τοποθετείται η τροφή των ζώων. Είναι κυρίως γνωστή με την ονομασία παχνί. Στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχει κατά μήκος του στάβλου μία φ. χωρισμένη σε ίσα διαμερίσματα, όσα και τα ζώα που… … Dictionary of Greek
φάτνη — η 1. κοίλωμα σε στάβλο ή βαθουλωτό ξύλινο κατασκεύασμα, όπου τοποθετείται η τροφή για τα ζώα, το παχνί. 2. ως κύρ. όν., Φάτνη η απεικόνιση του στάβλου της Γέννησης του Χριστού με την Αγία Οικογένεια και το Θείο Βρέφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κύων ἐν φάτνη. — См. Собака на сене лежит, сама не ест и другим не дает. Κύων ἐν φάτνη. См. Собака на сене лежит, сама не ест и другим не дает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
φάτναι — φάτνη manger fem nom/voc pl φάτνᾱͅ , φάτνη manger fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάτνηι — φάτνῃ , φάτνη manger fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φατνῶν — φάτνη manger fem gen pl φατνόω roof pres part act masc voc sg (doric aeolic) φατνόω roof pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) φατνόω roof pres part act masc nom sg φατνόω roof pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάτναις — φάτνη manger fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάτναισι — φάτνη manger fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάτναισιν — φάτνη manger fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)