φάτιξις, ἡ, dor. statt φάτις, Schol. Soph. Ai. 706.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φάτιξις — ίξεως, ἡ,Α (δωρ. τ.) βλ. φάτισις … Dictionary of Greek
φάτισις — και δωρ. τ. φάτιξις, εως, ἡ, Α [φατίζω] φάτις* … Dictionary of Greek