φάρσος

φάρσος

φάρσος, τό (pars), jedes abgerissene, abgesonderte Stück, Theil, Abtheilung; φάρσεα πόλιος, die Theile der Stadt, Stadtviertel, Her. 1, 180. 181. 186; oft bei sp. D., βότρυος Phani. 5 (VI, 299), vgl. 4. 6 (VI, 297. 307).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φάρσος — any piece cut off neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάρσος — εος και ους, τὸ, Α 1. κομμάτι, τεμάχιο 2. κάλυμμα, σκέπασμα 3. (κατά τον Ησύχ.) «τρύφος, κλάσμα, πτερύγιον» 4. φρ. «φάρσεα πόλιος» οι συνοικίες τής πόλης (Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. ο οποίος θα πρέπει να αναχθεί στη συνεσταλμένη βαθμίδα *bhŗ τής ΙΕ …   Dictionary of Greek

  • φάρσει — φάρσος any piece cut off neut nom/voc/acc dual (attic epic) φάρσεϊ , φάρσος any piece cut off neut dat sg (epic ionic) φάρσος any piece cut off neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάρση — φάρσος any piece cut off neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φάρσος any piece cut off neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρσέων — φάρσος any piece cut off neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάρσεα — φάρσος any piece cut off neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάρσεος — φάρσος any piece cut off neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάρσους — φάρσος any piece cut off neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάρος — Κατασκευή γενικά σε σχήμα πύργου, τοποθετημένη σε εμφανή σημεία της ακτής ή πάνω σε βράχους, ακόμα και σε σημαντική απόσταση από τη στεριά, στην κορυφή της οποίας υπάρχει φωτιστική πηγή με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ορατή από όλα τα σημεία του… …   Dictionary of Greek

  • φαρσίον — τὸ, ΜΑ [φάρσος] υποκορ. τ. τού φάρσος …   Dictionary of Greek

  • ξώφαρσος — η, ο επιφανειακός, ξώπετσος, επιπόλαιος. επίρρ... ξώφαρσα επιφανειακά, ξώπετσα, ξυστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + φάρσος «πλευρά»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”