- φάρ
φάρ, αρός, τό, Dinkel, far, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φάρ, αρός, τό, Dinkel, far, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φάρ — (I) τὸ, Α είδος σιτηρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fār, farris «είδος σιτηρού»]. (II) (φᾶρ) τὸ, Α βλ. φᾱρος … Dictionary of Greek
Φαρ Ουέστ — (Far West). Ονομασία με την οποία χαρακτηριζόταν, κυρίως τον 19o αι., η πεδινή έκταση μεταξύ του ποταμού Μισισιπί και των Βραχωδών ορέων. Στην αγγλική γλώσσα σημαίνει Μακρινή Δύση. Αυτές οι απέραντες και εύφορες περιοχές προσέλκυσαν την εποχή… … Dictionary of Greek
σπήλαιο — Όνομα τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (590 κάτ., υψόμ. 80 μ.) στην επαρχία Ορεστιάδας του νομού Έβρου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (22 τ. χλμ., 590 κάτ.). 2. Ορεινός οικισμός (38 κάτ., υψόμ. 530 μ.), στην επαρχία Δωδώνης του νομού… … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
σήραγγα — Υπόγειο τμήμα σιδηροδρομικής γραμμής, τροχιόδρομου ή δρόμου. Οι σήραγγες διασχίζουν υψώματα, προστατεύουν τις σιδηροδρομικές γραμμές ή τους δρόμους σε εδάφη που κατολισθαίνουν ή διοχετεύουν την κίνηση των οχημάτων κάτω από την επιφάνεια των… … Dictionary of Greek
στόρθυγξ — υγγος, ἡ, Α 1. μυτερή άκρη τής στεριάς 2. το άκρο τού κέρατος τού ελαφιού 3. ο χαυλιόδοντας τού αγριόχοιρου 4. κόσμημα τής κόμης, σαυρωτήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. στόρ θ υγξ, υγγος (< στόρθη με εκφραστικό επίθημα υγξ, υγγος, πρβλ. λάρ υγξ, φάρ υγξ)… … Dictionary of Greek
τόλυξ — Α (κατά τον Ησύχ.) «αἰδοίον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. τύλος* με σημ. «αιδοίο» και εμφανίζει επίθημα υξ (πρβλ. πτέρ υξ, φάρ υξ)] … Dictionary of Greek
φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση … Dictionary of Greek
φάρος — Κατασκευή γενικά σε σχήμα πύργου, τοποθετημένη σε εμφανή σημεία της ακτής ή πάνω σε βράχους, ακόμα και σε σημαντική απόσταση από τη στεριά, στην κορυφή της οποίας υπάρχει φωτιστική πηγή με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ορατή από όλα τα σημεία του… … Dictionary of Greek
φάρυγγας — (Ανατ.). Σωληνοειδής ανατομικός σχηματισμός, που βρίσκεται μπροστά από την αυχενική μοίρα της σπονδυλικής στήλης· επάνω φτάνει έως τη βάση του κρανίου και επικοινωνεί μπροστά με τις κοιλότητες της μύτης και του στόματος, στα πλάγια με το μέσον… … Dictionary of Greek
φαρέτρα — Ο όρος προέρχεται από το ρήμα φέρω. Θήκη δερμάτινη, ξύλινη ή μεταλλική, σε σχήμα στενόμακρο, κλειστή από το ένα μέρος και ανοιχτή από το άλλο. Κατά την αρχαιότητα στη φαρέτρα έβαζαν τα βέλη τους οι στρατιώτες που ήταν οπλισμένοι με τόξα. Την… … Dictionary of Greek