φοῦ

φοῦ

φοῦ, τό, der wahrscheinlich poetische Name des Krautes Baldrian, Valeriana, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φού — (I) Α επιφών. βλ. φεῦ. (II) τὸ, Α βοτ. το φυτό άγρια νάρδος …   Dictionary of Greek

  • Ντιεν Mπιεν Φου — Πόλη του Βιετνάμ. Βρίσκεται ανάμεσα στους ποταμούς Ερυθρό και Μεκόνγκ. Η πόλη ήταν στο γαλλοβιετναμεζικό πόλεμο έπαθλο της μάχης στην οποία συγκρούστηκε ισχυρή γαλλική φρουρά με τμήματα Βιετναμιτών (Βιετμίνχ) από τον Δεκέμβριο του 1953 έως τον… …   Dictionary of Greek

  • κουνγκ-φου — το είδος κινεζικής πάλης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. kungfu < κινεζ. kungfu «επιδεξιότητα»] …   Dictionary of Greek

  • Του Φου — Κινέζος ποιητής της δυναστείας Τ’ανγκ (Τούλινγκ, Σενσί 712 – Λέιγιανγκ, Χουνάν 700). Σύγχρονος του Λι Πο, διεκδικεί από αυτόν την πρώτη θέση στην ιστορία της κινεζικής ποίησης. Εμπνεόμενος από τον κομφουκιανισμό, έγραψε ποιήματα με βαθύ στοχασμό… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • τύφου — τύ̱φου , τύφω raise a smoke pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) τύ̱φου , τύφω raise a smoke imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) τύ̱φου , τῦφος frigidae febres masc gen sg τύ̱φου , τυφόω delude pres imperat act 2nd sg τύ̱φου , τυφόω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • ὑπερτύφου — ὑπερτύ̱φου , ὑπέρ τύφω raise a smoke pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ὑπερτύ̱φου , ὑπέρ τύφω raise a smoke imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) ὑπερτύ̱φου , ὑπέρ τυφόω delude pres imperat act 2nd sg ὑπερτύ̱φου , ὑπέρ τυφόω delude… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λι Πο ή Λι Τάι-πο — (Τουρκεστάν 701 – 762). Κινέζος ποιητής. Άκμασε κατά τη δυναστεία των Τ’ανγκ, δηλαδή στην πιο ανθηρή περίοδο της κινεζικής ποίησης. Γεννήθηκε στο Τουρκεστάν της κεντρικής Ασίας που τότε ήταν κινεζικό έδαφος, από εξόριστη κινεζική οικογένεια.… …   Dictionary of Greek

  • ώφου — Ν επιφών. ώχου, ωχ («ώφου κακόν οπού καμε, ώφου αδικιά που γίνη», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητικός τ. από τον ήχο τού αναστεναγμού (με μακρό φωνηεντισμό και δασύ εκφραστικό σύμφωνο, πρβλ. ώχου). Κατ άλλους < αρχ. ὤ φοῦ < ὤ φῦ (πρβλ. αρχ. φρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”