- προ-βόλαιος
προ-βόλαιος, = πρόβολος; δόρυ, vorgehaltener, vorgestreckter Speer, Theocr. 24, 123, δούρατι δὲ προβολαίῳ ἀνδρὸς ὀρέξασϑαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-βόλαιος, = πρόβολος; δόρυ, vorgehaltener, vorgestreckter Speer, Theocr. 24, 123, δούρατι δὲ προβολαίῳ ἀνδρὸς ὀρέξασϑαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.