φοβερός

φοβερός

φοβερός, mit Furcht verknüpft, dah. – 1) Furcht erregend, furchtbar, schrecklich; πᾶν μοι φοβερὸν τὸ προςέρπον Aesch. Prom. 127; φοβεροὶ μὲν ἰδεῖν Pers. 27. 48 u. oft; φοβερὸς εἰςιδεῖν Eur. Phoen. 182; ὄψις Hec. 77; χρηστήρια Her. 7, 139; πλήϑει φοβερός Thuc. 2, 98; Plat. Rep. V, 450 e u. öfter, u. Folgde; φοβερόν ἐστι, μή, es ist zu fürchten, daß – ; auch auf das subj. bezogen, ἵππ ος φοβερὸς μὴ ἀνήκεστόν τι ποιήσῃ, ein Pferd, von dem zu fürchten ist, es möge Unheil anrichten, Xen. Hier. 6, 15; φοβεροὶ ἦσαν, μὴ ποιήσειαν An. 5, 7,2; φοβερὸς προςπολεμῆσαι Dem. 2, 22, 16 unterscheidet es von καταπληκτικός, μᾶλλον τοῖς ὑπηκόοις. – 2) sich fürchtend, furchtsam; Plat. Phil. 32 c Rep. III, 413 d u. öfter; ἀναχώρησις Thuc. 4, 128; Xen. Cyr. 3, 3,19 Oec. 7, 25, wie auch Soph., ἐκτέταμαι φοβερὰν φρένα O. R. 153.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φοβερός — fearful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοβερός — ή, ό / φοβερός, ά, όν, ΝΜΑ (με ενεργ. σημ.) αυτός που προξενεί φόβο, τρομακτικός (α. «πικρή ναι η φοβερώτατη / τού κόσμου ανεμοζάλη», Σολωμ. β. «χρηστήρια φοβερὰ καὶ ἐς δεῖμα βαλόντα», Ηρόδ.) νεοελλ. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικτός,… …   Dictionary of Greek

  • φοβερός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που προξενεί φόβο, τρόμο, τρομερός, τρομαχτικός: Πικρή ναι η φοβερότατη του κόσμου ανεμοζάλη (Δ. Σολωμός). – Φοβερός σεισμός. 2. αυτός που προκαλεί φρίκη, φριχτός, φρικαλέος, φρικιαστικός, αποτροπιαστικός: Φοβερή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φοβερά — φοβερός fearful neut nom/voc/acc pl φοβερά̱ , φοβερός fearful fem nom/voc/acc dual φοβερά̱ , φοβερός fearful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοβερώτερον — φοβερός fearful adverbial comp φοβερός fearful masc acc comp sg φοβερός fearful neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοβερωτάτων — φοβερός fearful fem gen superl pl φοβερός fearful masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοβερωτέραις — φοβερός fearful fem dat comp pl φοβερωτέρᾱͅς , φοβερός fearful fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοβερωτέρων — φοβερός fearful fem gen comp pl φοβερός fearful masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοβερῶν — φοβερός fearful fem gen pl φοβερός fearful masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοβερόν — φοβερός fearful masc acc sg φοβερός fearful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοβερώτατα — φοβερός fearful adverbial superl φοβερός fearful neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”