φλεγυρός

φλεγυρός

φλεγυρός, 1) brennend, flammend, begeistert; φλεγυρὸν μένος πυρός Ar. Ach. 665; Cratin. bei Ath. VIII, 344 f. – 2) hell, leuchtend, dah. übertr., berühmt od. berüchtigt, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φλεγυρός — ά, όν, Α 1. φλογερός 2. μτφ. α) θερμός, ενθουσιώδης β) πιθ. περίφημος, ονομαστός 3. (κατά τον Ησύχ.) «ὑβριστικός». [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγω (για τη μορφή φλεγυ τού θ. βλ. λ. φλέγω) + επίθημα ρός (πρβλ. ψυχ ρός)] …   Dictionary of Greek

  • φλεγυρά — φλεγυρός burning neut nom/voc/acc pl φλεγυρά̱ , φλεγυρός burning fem nom/voc/acc dual φλεγυρά̱ , φλεγυρός burning fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλεγυρόν — φλεγυρός burning masc acc sg φλεγυρός burning neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλεγυροῦ — φλεγυρός burning masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -υρός — μόρφημα τής Αρχαίας Ελληνικής με υγρό σύμφωνο ρ και φωνηεντισμό υ από θέματα με χαρακτήρα υ (πρβλ. γλάφυ: γλαφ υ ρός, λιγύς: λιγ υ ρός). Το μόρφημα συνδέεται με τα: αρός, ερός*, ηρός και ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή. Εν αντιθέσει, ωστόσο, με τα… …   Dictionary of Greek

  • γλαμυρός — γλαμυρός, ά, όν (Α) τσιμπλιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος διαλεκτικός τ. τού γλάμων* σε υρός (πρβλ. γλαφυρός, λιγυρός, φλεγυρός κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • φλέγω — ΝΜΑ 1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.) 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.) νεοελλ. 1. μέσ. φλέγομαι μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”