- φλυᾱρο-λογία
φλυᾱρο-λογία, ἡ, = φλυαρία, Plat. Ax. 369 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φλυᾱρο-λογία, ἡ, = φλυαρία, Plat. Ax. 369 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λόγια — τα (Μ λόγια) 1. λέξεις ή φράσεις, κουβέντες, λόγοι 2. φρ. α) «με δυο λόγια» ή «με λίγα λόγια» κοντολογίς β) «χάνω τα λόγια μου» μάταια προσπαθώ να πείσω νεοελλ. φρ. α) «κακά λόγια» αισχρολογίες, βωμολοχίες β) «καλά λόγια» επαινετικοί λόγοι γ)… … Dictionary of Greek