- φαλλικός
φαλλικός, zum φαλλός gehörig, bes. zu seiner Feier am Bacchusfeste gehörig, beim Phallosfeste üblich; τὸ φ. sc. μέλος, das Phalloslied, Ar. Vesp. 249; Arist. poet. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φαλλικός, zum φαλλός gehörig, bes. zu seiner Feier am Bacchusfeste gehörig, beim Phallosfeste üblich; τὸ φ. sc. μέλος, das Phalloslied, Ar. Vesp. 249; Arist. poet. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φαλλικός — ή, ό / φαλλικός, ή, όν, ΝΜΑ [φαλλός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φαλλό νεοελλ. φρ. α) «φαλλική λατρεία» (κοινων. ανθρωπολ. θρησκειολ.) η λατρεία τής γενεσιουργού, τής αναπαραγωγικής αρχής, όπως αυτή συμβολίζεται από τα σεξουαλικά όργανα ή… … Dictionary of Greek
φαλλικός — ή, ό ο σχετικός με το φαλλό (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαλλικά — φαλλικός of neut nom/voc/acc pl φαλλικά̱ , φαλλικός of fem nom/voc/acc dual φαλλικά̱ , φαλλικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλλικόν — φαλλικός of masc acc sg φαλλικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλλικήν — φαλλικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρδαξ — Αρχαίος φαλλικός οργιαστικός χορός, ο οποίος μνημονεύεται συχνά στις αττικές κωμωδίες. Φαίνεται πως αρχικά τον χόρευαν στην Πελοπόννησο προς τιμήν της Άρτεμης. * * * κόρδαξ, ὁ (Α) 1. είδος χορού τής αρχαίας κωμωδίας που χαρακτηρίστηκε από τους… … Dictionary of Greek