φαλαγγίτης

φαλαγγίτης

φαλαγγίτης, , ein Soldat von der Phalanx, bei den Römern von der Legion; Pol. 18, 15, 9 u. öfter; D. Hal. 4, 18. – Auch = φαλάγγιον 2, Galen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φαλαγγίτης — φαλαγγί̱της , φαλαγγίτης soldier in a phalanx masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλαγγίτης — ο, ΝΑ, θηλ. φαλαγγίτισσα Ν, θηλ. φαλαγγῑτις, ίτιδος, Α στρατιώτης φάλαγγας νεοελλ. 1. απόμαχος τού τακτικού στρατού τής Ελληνικής Επανάστασης τού 1821 2. μέλος τής δεύτερης βαθμίδας τής λεγόμενης Εθνικής Οργάνωσης τού δικτατορικού καθεστώτος τής… …   Dictionary of Greek

  • φαλαγγίτης — ο θηλ. ισσα 1. στρατιώτης φάλαγγας. 2. απόμαχος αγωνιστής του ταχτικού στρατού της Επανάστασης του 1821. 3. μέλος της φάλαγγας της ΕΟΝ στη δικτατορία Μεταξά. 4. μέλος της φασιστικής φάλαγγας του στρατηγού Φράνκο στην Ισπανία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαλαγγῖται — φαλαγγίτης soldier in a phalanx masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλαγγίτας — φαλαγγί̱τᾱς , φαλαγγίτης soldier in a phalanx masc acc pl φαλαγγί̱τᾱς , φαλαγγίτης soldier in a phalanx masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… …   Dictionary of Greek

  • φαλαγγάριος — ὁ, Α αυτός που ανήκει σε φάλαγγα, φαλαγγίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαγξ, αγγος + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius), πρβλ. τυμπαν άριος] …   Dictionary of Greek

  • φαλαγγίτιον — τὸ, Α [φαλαγγίτης] φαλάγγιο …   Dictionary of Greek

  • φαλαγγίτισσα — η, Ν βλ. φαλαγγίτης …   Dictionary of Greek

  • φαλαγγιτικός — ή, ό / φαλαγγιτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και φαλαγγίτικος Ν [φαλαγγίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φαλαγγίτη (α. «φαλαγγιτικός όρκος» β. «τιθεις ἐναλλὰξ σημαίαν καὶ σπεῑραν φαλαγγιτικήν»,Πολ.) νεοελλ. φρ. «φαλαγγιτικά γραμμάτια» πιστωτικά… …   Dictionary of Greek

  • φαλαγγιτῶν — φαλαγγῑτῶν , φαλαγγίτης soldier in a phalanx masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”