φαείνω

φαείνω

φαείνω, poet. Nebenform von φαίνω, leuchten, scheinen, glänzen; von der Sonne Od. 12, 383; λαμπτῆρας τρεῖς ἔστασαν, ὄφρα φαείνοιεν 18, 308, vgl. 343; Hes. O. 530 Th. 372.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φαείνω — Α (ποιητ. τ.) 1. φωτίζω, φέγγω («λαμπτῆρας τρεῑς ἵστασαν ἐν μεγάροισιν ὄφρα φαείνοιεν», Ομ. Οδ.) 2. (μτβ.) φέρνω στο φως. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φαείνω (< *φαFεν yω) έχει σχηματιστεί από το ουσ. φάος (βλ. λ. φως) μέσω ενός αμάρτυρου τ. με θ. σε ν *φαF… …   Dictionary of Greek

  • φαεινῶ — φαεινός shining masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαεινῷ — φαεινός shining masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαεινώ — φαεινός shining masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαείνω — φαίνω A ren. pres subj act 1st sg φαίνω A ren. pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφιφαείνω — ἀμφιφαείνω (Α) λάμπω, φωτίζω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + φαείνω] …   Dictionary of Greek

  • φαάντατος — άτη, ον, Α (επικ. τ.) (υπερθ. τού φαεινός) φωτεινότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φăᾱν τατος (< *φαFeντα τος, με διέκταση, πρβλ. φόως: φῶς*) έχει σχηματιστεί από ένα θ. *φαF εν παρλλ. τού σιγμόληκτου *φαFεσ τού φάος / φῶς* (για τις μορφές αυτές τού θ. βλ …   Dictionary of Greek

  • φαάντερος — έρα, ον, Α (επικ. τ.) (συγκριτ. τού φαεινός) φωτεινότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φăᾱν τερος (< *φαFεντερος, με διέκταση, πρβλ. φόως: φῶς*) έχει σχηματιστεί από ένα θ. *φαF εν , παρλλ. τού σιγμόληκτου *φαFεσ τής λ. φάος / φῶς* (για τις μορφές αυτές τού …   Dictionary of Greek

  • bhā-1, bhō-, bhǝ- —     bhā 1, bhō , bhǝ     English meaning: to shine     Deutsche Übersetzung: “glänzen, leuchten, scheinen”     Material: O.Ind. bhü (in compound) “ shine, light, lustre “, bhü ti “ shines, (he) appears “, bhü ti ḥ “light”, bhü na m n. “ the… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”