- φαεθοντίς
φαεθοντίς, ίδος, ἡ, bes. poet. fem. zu φαέϑων, statt φαέϑουσα, leuchtend, Io. Gaz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φαεθοντίς, ίδος, ἡ, bes. poet. fem. zu φαέϑων, statt φαέϑουσα, leuchtend, Io. Gaz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φαεθοντίς — ίδος, ἡ, Α (ποιητ. τ.) αυτή που λάμπει, που ακτινοβολεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φαέθων, οντος + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. Πριαμ ίς)] … Dictionary of Greek
φαεθοντίδα — φαεθοντίς of Phaethon fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαεθοντίδι — φαεθοντίς of Phaethon fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαεθοντίδος — φαεθοντίς of Phaethon fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαεθοντιάς — άδος, ἡ, Α (ποιητ. τ.) φαεθοντίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φαέθων, οντος + κατάλ. ιάς (πρβλ. Κρον ιάς)] … Dictionary of Greek