- φαικός
φαικός, = φαιδρός, λαμπρός, Soph. fr. 954 bei Phot. u. Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φαικός, = φαιδρός, λαμπρός, Soph. fr. 954 bei Phot. u. Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φαικός — ή, όν, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «ἐλαφρός, ἰταμός, κοῡφος, λαμπρός» 2. αυτός που ακμάζει. επίρρ... φαικῶς Α (κατά τον Ησύχ.) «λαμπρῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. φαικός ανάγεται στην ίδια ρίζα με τα επίθ. φαιός, φαίδιμος και έχει πιθ. σχηματιστεί από το… … Dictionary of Greek
φαικόν — φαικός masc acc sg φαικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαικοῖσι — φαικός masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαικῶς — φαικός adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαικῷ — φαικός masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαικά — φαικάς shoe fem voc sg φαικός neut nom/voc/acc pl φαικά̱ , φαικός fem nom/voc/acc dual φαικά̱ , φαικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαίκανον — Α (κατά τον Ησύχ.) «πήγανον». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αμφίβολη παραμένει η σύνδεση τού τ. με τη λ. φαικός*] … Dictionary of Greek
φαιδρός — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθητής του Σωκράτη, γνωστός από τους πλατωνικούς διαλόγους. Υπήρξε και μαθητής του Λυσία. 2. Επικούρειος φιλόσοφος, που διακρίθηκε στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. Ήταν μαθητής του Ζήνωνα του… … Dictionary of Greek
φαικάς — άδος, ἡ, Α είδος λευκών ελαφρών υποδημάτων που φορούσαν οι Αθηναίοι γυμνασιάρχες και οι Αιγύπτιοι ιερείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαικός «λαμπρός» + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. λευκ άς)] … Dictionary of Greek
φαικάσιον — τὸ, Α 1. υποκορ. τ. τού φαικάς 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑποδήματος εἶδος γεωργικοῡ». [ΕΤΥΜΟΛ. < φαικός «λαμπρός» + επίθημα ά σιον (πρβλ. γυμν άσιον)] … Dictionary of Greek
φαιός — ά, ό / φαιός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ή Ν 1. (ιδίως για το χρώμα τού λυκαυγούς ή τού λυκόφωτος) αυτός που έχει χρώμα μεταξύ λευκού και μαύρου, σκούρος, μουντός 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Φαιά μυθ. αγριόχοιρος που λυμαινόταν την περιοχή τού… … Dictionary of Greek