- προ-απο-κάμνω
προ-απο-κάμνω (s. κάμνω), vorher müde werden u. abstehen von Etwas, Plat. Euthyphr. 11 e u. Sp., wie Luc. praec. rhet. 9 Plut. Mar. 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-απο-κάμνω (s. κάμνω), vorher müde werden u. abstehen von Etwas, Plat. Euthyphr. 11 e u. Sp., wie Luc. praec. rhet. 9 Plut. Mar. 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λύπη — η (AM λύπη) 1. το δυσάρεστο συναίσθημα που προέρχεται από ψυχικό πόνο, η θλίψη, η στενοχώρια, η πικρία, σε αντιδιαστολή με τη χαρά (α. «με λύπη εγκάρδια εθεωρούσε όλα τα μνήματα», Σολωμ. β. «οὕτω κοινόν τι ἄρα χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυά ἐστιν», Ξεν.) 2 … Dictionary of Greek
προκάμνω — Α 1. εργάζομαι, κοπιάζω εκ τών προτέρων 2. κοπιάζω για να υπερασπιστώ κάποιον 3. αποκάμνω («μὴ πρόκαμνε τόνδε βουκουλόμενος πόνον», Αισχύλ.) 4. έχω προηγούμενη ασθένεια, πάσχω από κάτι εκ τών προτέρων 5. στενοχωριέμαι εκ τών προτέρων για κάτι.… … Dictionary of Greek