- πρωρᾱτικός
πρωρᾱτικός, zum πρωράτης gehörig, Poll. 1, 89.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρωρᾱτικός, zum πρωράτης gehörig, Poll. 1, 89.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρωρατικός — ή, ό / πρῳρατικός, ή, όν, ΝΑ [πρῳράτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρωράτη («πρῳρατικὸν ἑδώλιον», Πολυδ.) νεοελλ. φρ. α) «πρωρατικά έργα» εργασίες που εκτελούνται στο πλοίο ή στον ναύσταθμο υπό την επίβλεψη τών πρωρέων ή ναυκλήρων, όπως… … Dictionary of Greek