- φιλο-κερδής
φιλο-κερδής, ές, den Gewinn, Vortheil liebend, suchend, gewinnsüchtig; Theogn. 199; Μοῖσα Pind. I. 2, 6; Ar. Plut. 591; καὶ φιλοχρήματος Plat. Rep. IX, 581 a, u. öfter; Xen. u. Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλο-κερδής, ές, den Gewinn, Vortheil liebend, suchend, gewinnsüchtig; Theogn. 199; Μοῖσα Pind. I. 2, 6; Ar. Plut. 591; καὶ φιλοχρήματος Plat. Rep. IX, 581 a, u. öfter; Xen. u. Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οικοκερδής — οἰκοκερδής, ές (Α) ωφέλιμος για το σπίτι, για την οικογένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + κερδής (< κέρδος), πρβλ. αισχρο κερδής, φιλο κερδής] … Dictionary of Greek
μεγαλοκερδής — μεγαλοκερδής, ές (Α) αυτός που αποφέρει μεγάλα κέρδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κερδής (< κέρδος), πρβλ. φιλο κερδής] … Dictionary of Greek
μισοκερδής — μισοκερδής, ές (Α) αυτός που μισεί και απεχθάνεται το αισχρό κέρδος, τα ανέντιμα κέρδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + κερδής (< κέρδος), πρβλ. φιλο κερδής] … Dictionary of Greek