- φιλο-γύνης
φιλο-γύνης, ὁ, der Weiberfreund, Antiphan. bei Ath. XII, 553 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλο-γύνης, ὁ, der Weiberfreund, Antiphan. bei Ath. XII, 553 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεογύνης — νεογύνης, ὁ (Α) αυτός που έλαβε πρόσφατα γυναίκα ως σύζυγο, νεόνυμφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + γύνης (< γυνή), πρβλ. μισο γύνης, φιλο γύνης] … Dictionary of Greek
μισογύνης — ο (Α μισογύνης) αυτός που μισεί τις γυναίκες νεοελλ. αυτός που απεχθάνεται τη σαρκική μίξη με τις γυναίκες αρχ. 1. προσωνυμία τού Ευριπίδου 2. προσωνυμία τού Ηρακλέους στους Φωκείς 3. ως κύριο όν. Μισογύνης τίτλος έργου τού Μενάνδρου. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek