- φελλεύς
φελλεύς, ὁ, steiniges Land, steiniges Erdreich; Schol. zu Plat. Critia. 560 d sagt φελλεύς, τόπος σκληρὸς ποσῶς καὶ πετρώδης, συνεργὴς δέ (Ruhnk. ändert δυςεργής); oft bei Sp., wie Alciphr. 3, 21. 70.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φελλεύς, ὁ, steiniges Land, steiniges Erdreich; Schol. zu Plat. Critia. 560 d sagt φελλεύς, τόπος σκληρὸς ποσῶς καὶ πετρώδης, συνεργὴς δέ (Ruhnk. ändert δυςεργής); oft bei Sp., wie Alciphr. 3, 21. 70.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φελλεύς — stony ground masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φελλεύς — έως, ὁ, Α 1. πετρώδες έδαφος 2. ως κύριο όν. Φελλεύς ονομασία πετρώδους περιοχής τής Αττικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τού καθημερινού λεξιλογίου τής αττικής διαλέκτου, αβέβαιης ετυμολ.. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. φελλ εύς έχει προέλθει από τον τ.… … Dictionary of Greek
φελλεῖς — φελλεύς stony ground masc acc pl φελλεύς stony ground masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φελλεῖ — φελλεύς stony ground masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φελλείτης — ὁ, Α ο κάτοικος τής περιοχής Φελλεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φελλεύς, βραχώδης περιοχή τής Αττικής + κατάλ. ίτης*] … Dictionary of Greek
φελλίς — ίδος, ἡ, Α (ενν. γῆ) θηλ. τού φελλεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τής λ. φελλεύς*, με κατάλ. ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
φελλεών — ῶνος, ὁ, Α φελλεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τής λ. φελλεύς, με κατάλ. ών, ῶνος (πρβλ. πευκ ών)] … Dictionary of Greek
φελλέως — φελλέω̆ς , φελλεύς stony ground masc gen sg φελλεύς stony ground masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφελής — ές (AM ἀφελής, ές) 1. ανεπιτήδευτος, απλός 2. (για πρόσωπα) απλοϊκός, επιπόλαιος μσν. υγιής, ακέραιος αρχ. 1. (για έδαφος) στρωτός, χωρίς πέτρες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀφελές η απλότητα (κυρίως στο ύφος του λόγου). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολογίας … Dictionary of Greek
φέλλερα — τά, Α (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «τὰ πετρώδη καὶ αἰγίβοτα χωρία». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. φελλεύς] … Dictionary of Greek
φελλής — και φελληΐς, ἡ, Α φελλίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμάρτυρος τ. (παρλλ. τής λ. φελλεύς* με κατάλ. ῄς/ ηΐς) τού οποίου την ύπαρξη υποτίθεται από έναν τ. αιτ. πτώσης ενός τοπωνυμίου Φελλεῖδα] … Dictionary of Greek