- φελλό-δρῡς
φελλό-δρῡς, ἡ, eine Eichenart, die Korkeiche, soll arkadisch sein, dorisch ἀρία, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φελλό-δρῡς, ἡ, eine Eichenart, die Korkeiche, soll arkadisch sein, dorisch ἀρία, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φελλός — Ειδικός φυτικός ιστός, που επενδύει ως προστατευτικό στρώμα, μικρότερου ή μεγαλύτερου πάχους, τους κορμούς και τις ρίζες όλων των δικοτυλήδονων ξυλωδών φυτών. Παράγεται από ένα δευτερογενές μερίστωμα, το φελλογόνο, και αποτελείται από… … Dictionary of Greek