- φιλό-δημος
φιλό-δημος, das Volk liebend, der Volksfreund, Ar. Equ. 784 Nubb. 1169.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλό-δημος, das Volk liebend, der Volksfreund, Ar. Equ. 784 Nubb. 1169.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μισόδημος — μισόδημος, ον (Α) αυτός που μισεί, που απεχθάνεται τον δήμο, τον λαό ή το δημοκρατικό πολίτευμα ή την ενασχόληση με τα κοινά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + δημος (< δῆμος), πρβλ. φιλό δημος] … Dictionary of Greek
πολύδημος — ον, Α πολυάνθρωπος, γεμάτος κόσμο, πυκνοκατοικημένος («πολύδημος πόλις», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δῆμος (πρβλ. φιλό δημος)] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek