- φιαλη-φόρος
φιαλη-φόρος, die Schaale tragend, Pol. 12, 5,9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιαλη-φόρος, die Schaale tragend, Pol. 12, 5,9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιαληφόρος — ον, Α 1. (ως ονομασία ιέρειας τής Λοκρίδος) αυτός που φέρει φιάλη («ὑπὲρ τῆς φιαληφόρου παρ αὐτοῑς λεγομένης τοιαύτη τις ἱστορία παρεδέδοτο», Πολ.) 2. ως κύριο όν. Φιαληφόρος τίτλος κωμωδίας τού Αναξανδρίδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιάλη + φόρος*. Το η… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Χαλκίδας — Στο αρχαιολογικό μουσείο της πρωτεύουσας της Εύβοιας εκτίθενται ευρήματα που χρονολογούνται από την παλαιολιθική μέχρι και την ύστερη ρωμαϊκή εποχή και προέρχονται από τις ανασκαφές στην ίδια την πόλη, στη γύρω περιοχή και σε άλλες τοποθεσίες του … Dictionary of Greek