- φευκταῖος
φευκταῖος, = ἀποτρόπαιος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φευκταῖος, = ἀποτρόπαιος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φευκταίος — αία, ον, Α (κατά τον Ησύχ.) αποτρόπαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φευκτός + κατάλ. αῖος*] … Dictionary of Greek
ευκταίος — α, ο (ΑΜ εὐκταῑος, α, ον) 1. αυτός τον οποίο εύχεται κάποιος και επιθυμεί να γίνει, ο επιθυμητός, ο ποθητός (α. «ευκταία η συνεργασία τών κομμάτων» β. «γάμος γάρ... εὐκταῑον κακόν», Μέν.) 2. αυτός τον οποίο εύχεται κάποιος να αποκτήσει («Ἅιδου … Dictionary of Greek