φερέ-νῑκος

φερέ-νῑκος

φερέ-νῑκος, Sieg bringend, davontragend, siegreich. Als, nom. pr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θριαμβόνικος — θριαμβόνικος, ον (Μ) αυτός που κατήγαγε θριαμβευτική νίκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίαμβος + νικος (< νίκη) πρβλ. καλλί νικος, φερέ νικος] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”