- φερέ-σπονδος
φερέ-σπονδος, Trankopfer bringend, als N. pr. Nonn. 18, 313.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φερέ-σπονδος, Trankopfer bringend, als N. pr. Nonn. 18, 313.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οινόσπονδος — οἰνόσπονδος, ον (Α) 1. αυτός που προσφέρεται με σπονδή οίνου («οἰνοσπονδοι θυσίαι», Πολυδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ οἰνόσπονδα (ενν. ιερά) σπονδές που γίνονταν με οίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + σπονδος (< σπονδή), πρβ λ. φερέ σπονδος] … Dictionary of Greek