- φερε-στάφυλος
φερε-στάφυλος, Weintrauben tragend, bringend; Διόνυσος Mel. 110 (IX, 363); Macho bei Ath. III, 112 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φερε-στάφυλος, Weintrauben tragend, bringend; Διόνυσος Mel. 110 (IX, 363); Macho bei Ath. III, 112 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυστάφυλος — η, ο / πολυστάφυλος, ον, ΝΑ (ιδίως για αμπέλι) γεμάτος σταφύλια αρχ. 1. (για πόλη) αυτός που παράγει πολλά σταφύλια 2. προσωνυμία τού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στάφυλος (< σταφυλή), πρβλ. φερε στάφυλος] … Dictionary of Greek