- φαυλό-βιος
φαυλό-βιος, schlecht lebend, Schol. Ar. Ran. 425.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φαυλό-βιος, schlecht lebend, Schol. Ar. Ran. 425.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φαυλόβιος — α, ο / φαυλόβιος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Ν αυτός που διάγει φαύλο βίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαῦλος + βιος (< βίος), πρβλ. μακρό βιος] … Dictionary of Greek