- φατνίζω
φατνίζω, an der Krippe, im Stalle halten, im Stalle füttern, ἵππος φατνιζόμενος Mel. 7, 39.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φατνίζω, an der Krippe, im Stalle halten, im Stalle füttern, ἵππος φατνιζόμενος Mel. 7, 39.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φατνίζω — ΜΑ [φάτνη] μσν. μτφ. τρέφομαι με πλούσιες και πολυτελείς τροφές («κἀκεῑνον μὲν ἐφάτνιζον ἀφθόνοις πανδαισίαις», Κ. Μανασσ.) αρχ. (συν. το παθ.) φατνίζομαι τρέφομαι σε φάτνη, σε στάβλο … Dictionary of Greek