- φόως-δε
φόως-δε, adv., aus Licht, Tageslicht, Il.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φόως-δε, adv., aus Licht, Tageslicht, Il.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φόως — light neut nom/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόως — τὸ, Α βλ. φως … Dictionary of Greek
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek
AURORA — Titanis, et Terrae filia, Luciferi et Ventorum mater, Hyperionis ac Thiae filiam facit Hesiodus, v. 371. θεογοῃίας, in his: Θεία δ᾿ Η᾿ἑλιόν τε μέγαν, λαμπράν τε Σελήνην, Η᾿ώ θ᾿, ἣ πάντεςςιν ἐπιχθονίοισι φάεινει, Γείναθ᾿ ὑποδμηθεῖσ᾿ Υ᾿περίονος εν… … Hofmann J. Lexicon universale
διέκταση — η (Α διέκτασις) [διεκτείνω] νεοελλ. το γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο παρεμβάλλεται μέσα σε συνηρημένη λέξη και αμέσως πριν από το φωνήεν, που προέρχεται από συναίρεση, ένα άλλο φωνήεν ταυτόφωνο αλλά διαφορετικού χρόνου (π.χ. φόως φως) αρχ. το… … Dictionary of Greek
θέρω — (Α) 1. θερμαίνω, ζεσταίνω 2. (συν. παθ.) θέρομαι α) γίνομαι θερμός, θερμαίνομαι («νήησαν ξύλα πολλά, φόως ἔμεν ἠδὲ θέρεσθαι», Ομ. Οδ.) β) (για τον έρωτα) φλέγομαι γ) καίγομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεργ. ενεστ. θέρω είναι υστερογενής και απαντά μόνο στον… … Dictionary of Greek
τήμος — και τᾱμος Α επίρρ. τότε, σε εκείνο το χρονικό σημείο τού παρελθόντος («ἦμος δ Ἑωσφόρος εἶσι φόως ἐρέων ἐπὶ γαῑαν... τῆμος πυρκαϊκὴ ἐμαραίνετο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τῆμος, συσχετικό τού αναφορ. ἦμος (πρβλ. τέως: ἕως), έχει σχηματιστεί από … Dictionary of Greek
φάος — εος και ους, και επικ. τ. φόως, τὸ, Α (ασυναίρ. αιολ. τ.) βλ. φως … Dictionary of Greek
φαάντατος — άτη, ον, Α (επικ. τ.) (υπερθ. τού φαεινός) φωτεινότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φăᾱν τατος (< *φαFeντα τος, με διέκταση, πρβλ. φόως: φῶς*) έχει σχηματιστεί από ένα θ. *φαF εν παρλλ. τού σιγμόληκτου *φαFεσ τού φάος / φῶς* (για τις μορφές αυτές τού θ. βλ … Dictionary of Greek
φαάντερος — έρα, ον, Α (επικ. τ.) (συγκριτ. τού φαεινός) φωτεινότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φăᾱν τερος (< *φαFεντερος, με διέκταση, πρβλ. φόως: φῶς*) έχει σχηματιστεί από ένα θ. *φαF εν , παρλλ. τού σιγμόληκτου *φαFεσ τής λ. φάος / φῶς* (για τις μορφές αυτές τού … Dictionary of Greek
φόωσδε — Α επίρρ. στο φως, προς το φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόως, επικ. τ. τού φῶς + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. πελαγόσ δε)] … Dictionary of Greek