φόρημα — that which is carried neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρημα — ήματος, τὸ, Α βλ. φόρεμα … Dictionary of Greek
φόρημ' — φόρημα , φόρημα that which is carried neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορημάτων — φόρημα that which is carried neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορήμασι — φόρημα that which is carried neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορήμασιν — φόρημα that which is carried neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορήματα — φόρημα that which is carried neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορήματι — φόρημα that which is carried neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορήματος — φόρημα that which is carried neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρεμα — έματος, το, ΝΜΑ, και φόρημα Α [φορῶ] νεοελλ. 1. γυναικείο, κυρίως, εξωτερικό ένδυμα 2. πανωφόρι 3. στον πληθ. τα φορέματα το σύνολο τού γυναικείου ρουχισμού μσν. αρχ. καθετί που φορεί κανείς ως κάλυμμα ή ως ένδυμα αρχ. 1. φορτίο 2. αυτό που… … Dictionary of Greek
χοιροφόρημα — ήματος, τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ χοιρίδιον». [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + φόρημα (< φορῶ < φόρος*), πρβλ. καρπο φόρημα] … Dictionary of Greek