- φωτ-αυγής
φωτ-αυγής, ές, lichtglänzend, lichthell, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φωτ-αυγής, ές, lichtglänzend, lichthell, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυραυγής — και πυριαυγής, ές, Α λαμπρός, αυτός που λάμπει σαν τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ* / πυρι + αυγής (< αὐγή), πρβλ. λυκ αυγής, φωτ αυγής] … Dictionary of Greek
φεραυγής — ές, ΜΑ, και φερεαυγής Α αυτός που εκπέμπει φως («ἠελίοιο φεραυγέος», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + αυγής (< αὐγή), πρβλ. κυαν αυγής, φωτ αυγής] … Dictionary of Greek
χλοαυγής — ές, Α αυτός που έχει πρασινωπή λάμψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + αυγής (< αὐγή), πρβλ. νυκτ αυγής, φωτ αυγής] … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek
φωταυγής — ές, Μ 1. λαμπρός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φωταυγές λαμπρότητα, φωταύγεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + αυγής (< αὐγή), πρβλ. λυκ αυγής, πυρ αυγής] … Dictionary of Greek
αμφορέας — Αγγείο με δύο λαβές (ή ώτα, γι’ αυτό ονομαζόταν και δίωτος ή δίωτος στάμνος) και σχήμα ωοειδές, λιγότερο ή περισσότερο μακρύ, από πηλό αλλά και από χαλκό, ασήμι, μάρμαρο, αλάβαστρο ή και γυαλί. Υπάρχουν α. που είναι πραγματικά έργα τέχνης. Άλλη… … Dictionary of Greek
Γιαλλινάς ή Γυαλινάς, Άγγελος — (Κέρκυρα 1857 – 1939). Ζωγράφος. Έγινε διάσημος για τις θαυμάσιες υδατογραφίες του. Μαθήτευσε αρχικά κοντά στον Κερκυραίο ζωγράφο Χαράλαμπο Παχή και συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Βενετία, στη Νάπολη και στη Ρώμη. Επιστρέφοντας στην Κέρκυρα,… … Dictionary of Greek