- πρωρᾱτεύω
πρωρᾱτεύω, ein πρωράτης sein; Ar. Equ. 541; Alciphr. 2, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρωρᾱτεύω, ein πρωράτης sein; Ar. Equ. 541; Alciphr. 2, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρωρατεύω — Α [πρῳράτης] 1. είμαι πρωράτης, εκτελώ υπηρεσία πρωράτη 2. είμαι αξιωματικός τού ναυτικού («πρῳρατεύειν τριηρέων», επιγρ.) … Dictionary of Greek
πρῳρατεῦσαι — πρῳρᾱτεῦσαι , πρῳρατεύω to be a aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρῳρατεύειν — πρῳρᾱτεύειν , πρῳρατεύω to be a pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)