φυγή

φυγή

φυγή, , die Flucht; Od. 10, 117. 22, 306; Aesch. Pers. 462. 473 u. öfter, wie Soph., auch im plur., τόσων δ' ἀμηχάνων φυγὰς ξυμπέφρασται Ant. 360, d. i. Heilmittel; αἱ φυγαί auch Ar. Eccl. 243; in Prosa; φυγῇ φεύγειν Plat. Conv. 195 b, u. öfter; auch im plur., Valck. Eur. Hipp. 1043. – Bes. Landesverweisung, Verbannung, νῦν μὲν δικάζεις ἐκ πόλεως φυγὴν ἐμοί Aesch. Ag. 1386; δημήλατος Suppl. 609; ἐμοὶ ζητῶν ὄλεϑρον ἢ φυγὴν ἐκ τῆςδε γῆς Soph. O. R. 659; φυγῇ ζημιοῠν Eur. Or. 898, u. öfter; φυγὴν ἑωυτῷ ἐπιβαλὼν ἐκ Λακεδαίμονος, sich selbst Verbannung aus Lacedämon auflegend, Her. 8, 3; φυγὴν καταγιγνώσκειν τινός Andoc. 1, 106; Lys. 14, 38; φυγὴν φεύγειν, landflüchtig sein, in der Verbannung leben, Plat. apol. 21 a; φυγαῖς ἐζημιωμένος Isocr. 4, 116; ϑάνατον ἢ φυγὴν τῇ τιμωρίᾳ τὸ τέλος ἐπιτιϑείς Plat. Legg. V, 735 e, u. sonst. – Auch = οἱ φυγάδες, die Landesverwiesenen, Verbannten, κατάγειν τὴν φυγήν Xen. Hell. 5, 2,9; vgl. Thuc. 8, 64; Aesch. 2, 143; κατάγειν τὰς φυγάς Plut. Flamin. 12; auch bei Plat. Legg. III, 682 e ist τὰς τότε φυγάς bessere Lesart als τοὺς τότε φυγάδας. – Adjectivisch = φυγάς erklärt man es Eur. Or. 1468 El. 216, φυγῇ ποδὶ ἴχνος ἔφερεν, φυγῇ ἐξαλύξωμεν ποδί, richtiger aber werden die beiden dat. unabhängig von einander genommen, in der Flucht, fliehend mit dem Fuße.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φυγῇ — φυγή flight fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγή — flight fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγή — η, ΝΜΑ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φεύγω, αναχώρηση, αποχώρηση, φευγάλα, φευγιό 2. (ειδικά) α) εσπευσμένη ή κρυφή απομάκρυνση β) άτακτη υποχώρηση κατά τη μάχη (α. «τράπηκαν σε φυγή» β. «εἰς φυγὴν ὁρμώμενοι», Ευρ.) γ) καταφυγή σε ξένη χώρα …   Dictionary of Greek

  • φυγή — η 1. κρυφή ή βιαστική αναχώρηση, φευγιό, φευγάλα. 2. άταχτη υποχώρηση στο πεδίο της μάχης, πανικός. 3. εκδίωξη από την πατρίδα, έξωση, απέλαση: Η φυγή του βασιλιά Όθωνα. 4. (μουσ.), είδος σύνθεσης, η φούγκα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φύγῃ — φεύγω flee aor subj mp 2nd sg φεύγω flee aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγῆι — φυγῇ , φυγή flight fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύγηι — φύγῃ , φεύγω flee aor subj mp 2nd sg φύγῃ , φεύγω flee aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Изгнание —    • Φυγή,          как и φεύγειν, означает собственно изгнание или высылку за границу, а затем в аттическом юридическом языке всякую жалобу, т. к. обвиненный имел право во всяком уголовном процессе уклониться от окончательного решения,… …   Реальный словарь классических древностей

  • φυγαῖς — φυγή flight fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγαῖσι — φυγή flight fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγαῖσιν — φυγή flight fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”