φυγαδικός

φυγαδικός

φυγαδικός, den φυγάς, den Flüchtling od. Verbannten betreffend, ihm eigen, geziemend; Thuc. 6, 92; τὸ φυγαδικόν, = οἱ φυγάδες, D. Hal. 6, 63; auch οἱ φυγαδικοί, Pol. 23, 10, 6. – Adv., φυγαδικῶς ζῆν Plut. Timol. 24.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φυγαδικός — ή, όν, Α [φυγάς, άδος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φυγάδα («φυγαδικὴ νῆσος», Πλούτ.) 2. (το αρσ. στον πληθ. ή το ουδ. στον εν. ως ουσ.) oἱ φυγαδικοί ή τὸ φυγαδικόν οι φυγάδες. επίρρ... φυγαδικῶς Α κατά τον τρόπο τών φυγάδων …   Dictionary of Greek

  • φυγαδικῶν — φυγαδικός of fem gen pl φυγαδικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγαδικόν — φυγαδικός of masc acc sg φυγαδικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγαδικαῖς — φυγαδικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγαδικούς — φυγαδικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγαδικῆς — φυγαδικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγαδική — φυγαδικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγαδικήν — φυγαδικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγαδικῶς — φυγαδικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγαδικάς — φυγαδικά̱ς , φυγαδικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”