- προ-ϊσχναίνω
προ-ϊσχναίνω, vorher ausdörren, abmagern, intrans., Arist. probl. 3, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-ϊσχναίνω, vorher ausdörren, abmagern, intrans., Arist. probl. 3, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προϊσχναίνω — Α γίνομαι προηγουμένως ισχνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἰσχναίνω (< ἰσχνός «αδύνατος»)] … Dictionary of Greek
προισχνάναντες — προισχνά̱ναντες , πρό ἰσχναίνω make dry aor part act masc nom/voc pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προισχνάνας — προισχνά̱νᾱς , πρό ἰσχναίνω make dry aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προταριχεύω — Α 1. ταριχεύω εκ τών προτέρων 2. αλατίζω προηγουμένως 3. ισχναίνω έναν ασθενή με νηστεία («βούλονται γὰρ πάντες ὑπὸ τὰς ἀρχὰς τῶν νούσων προταριχεύσαντες τοὺς ἀνθρώπους ἤ δύο... ἤ καὶ πλείους ἡμέρας», Ιπποκρ.) 4. διαλύω χημικές ύλες ή ουσίες εκ… … Dictionary of Greek