φρίκη

φρίκη

φρίκη, , 1) Unebenheit, Rauhheit. – 2) Schauder, Plat. Phaedr. 251 a; bes. Fieberschauder, Fieberfrost, φρίκη ἐν ῥέϑεϊ σκηρίπτεται Nic. Ther. 721; – auch übtr., die mit heiligem Schauer verbundene Ehrfurcht vor der Gottheit, τοίαν φρίκην παρέχεις μοι Soph. O. R. 1306; Her. 6, 134; πᾶσι φρίκην πρὸς τὸ ϑεῖον ἐγγίγνεσϑαι Xen. Cyr. 4, 2,15; τρομερά Eur. Troad. 185.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φρίκη — η 1. ρίγος, ανατρίχιασμα, αίσθημα φόβου ή αποτροπιασμού το οποίο νιώθει αυτός που βλέπει ή ακούει κάτι τρομακτικό ή απάνθρωπο: Ερμιά, θάνατος και φρίκη όπου επέρασες κι εσύ (Δ. Σολωμός). 2. πράξη που προκαλεί τη φρίκη, πράγμα φριχτό, αποτρόπαιο:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρίκη — η, ΝΜΑ δέος, φόβος, τρόμος που νιώθει κανείς όταν βλέπει ή ακούει κάτι το τρομακτικό, το αποτρόπαιο (α. «ένιωσε φρίκη μπροστά στο φοβερό εκείνο θέαμα» β. «τῆς σφαγῆς φρίκην ἐμποιούσης τοῑς φίλοις», Διόδ.) νεοελλ. 1. συνεκδ. φρικαλέο πράγμα,… …   Dictionary of Greek

  • φρίκη — φρί̱κη , φρίκη shuddering fem nom/voc sg (attic epic ionic) φρί̱κη , φρῖκος shivering neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φρί̱κη , φρῖκος shivering neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρίκῃ — φρί̱κῃ , φρίκη shuddering fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρῖκαι — φρίκη shuddering fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορθόκερως — ο, η (Α ὀρθόκερως, ωτος) αυτός που έχει όρθια, ίσα, στητά κέρατα («ὀρθόκερως βοῡς», Αισχύλ.) αρχ. φρ. «ὀρθόκερως φρίκη» φρίκη λόγω τής οποίας σηκώνονται οι τρίχες και στέκονται σαν κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + κέρως (< κέρας, ατος), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • φρίκα — φρί̱κᾱ , φρίκη shuddering fem nom/voc/acc dual φρί̱κᾱ , φρίκη shuddering fem nom/voc sg (doric aeolic) φρί̱κᾱ , φρῖκος shivering neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρίκας — φρί̱κᾱς , φρίκη shuddering fem acc pl φρί̱κᾱς , φρίκη shuddering fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • гроза — укр. гроза, ст. слав. гроза φρίκη (Клоц.), болг. гроза, сербохорв. гро̀за трепет, ужас , словен. groza, чеш. hrůza, слвц. hrôza, польск. groza, в. луж. hroza. Сюда же грозить, грожу, ст. слав. грозити и т. д. Родственно лит. gražoju, gražoti… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • трепет — род. п. а, укр. трепет – то же, трепета осина, Рорulus tremula L. , ст. слав. трепетъ τρόμος, φρίκη (Клоц., Супр.), болг. трепет, сербохорв. тре̏пе̑т, словен. trepèt, род. п. ẹta, польск. trzpiot, в. луж. třepjet, třероt. Отсюда трепетать,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Africa — For other uses, see Africa (disambiguation). Africa Africa Area …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”