- προ-ψύχω
προ-ψύχω (s. ψύχω), vorher abkühlen, vorher trocknen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-ψύχω (s. ψύχω), vorher abkühlen, vorher trocknen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προεψυγμένων — προεψῡγμένων , πρό ψύχω Phdr.. perf part mp fem gen pl προεψῡγμένων , πρό ψύχω Phdr.. perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προψύξαντα — προψύ̱ξαντα , πρό ψύχω Phdr.. aor part act neut nom/voc/acc pl προψύ̱ξαντα , πρό ψύχω Phdr.. aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προψύχοντα — προψύ̱χοντα , πρό ψύχω Phdr.. pres part act neut nom/voc/acc pl προψύ̱χοντα , πρό ψύχω Phdr.. pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προψύχουσιν — προψύ̱χουσιν , πρό ψύχω Phdr.. pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προψύ̱χουσιν , πρό ψύχω Phdr.. pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεψυγμένοις — προεψῡγμένοις , πρό ψύχω Phdr.. perf part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεψυγμένους — προεψῡγμένους , πρό ψύχω Phdr.. perf part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προψυχθέν — προψῡχθέν , πρό ψύχω Phdr.. aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προψύξαντες — προψύ̱ξαντες , πρό ψύχω Phdr.. aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προψύξας — προψύ̱ξᾱς , πρό ψύχω Phdr.. aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
προαποψύχω — Α ψύχω κάτι προκαταβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποψύχω «ψύχω εντελώς»] … Dictionary of Greek