φρίξ

φρίξ

φρίξ, ἡ, φρῑκός, jede rauhe, ungleiche, unebne Oberfläche; bes. das Rauh-, Unebenwerden der vom Winde bewegten Oberfläche des Meeres, das leichte Aufschauern der Wasserfläche, und die leicht bewegte Wasserfläche selbst, Il. 23, 692, wie μέλαιναν φρῖχ' ὑπαΐξει ἰχϑύς 21, 126; μελαίνῃ φρικὶ καλυφϑείς Od. 4, 402, vgl. Il. 7, 63 οἵη δὲ Ζεφύροιο ἐχεύατο πόντον ἔπι φρὶξ ὀρνυμένοιο νέον, μελάνει δέ τε πόντος ὑπ' αὐτῆς, vor dem sich erhebenden Westwinde ergoß sich schauernde Wallung über das Meer; bei Sp. aber auch die heftige, wogende Oberfläche des Meeres im Sturme, φρῖκα ϑαλάσσης Opp. Hal. 1, 470, dah. als Ggstz μαλακὴ φρίξ, Leon. Al. 28 (VI, 204); φρικὶ χαρασσόμενα κύματα Agath. 57 (X, 14); vgl. Antp. Sid. 37 (X, 2). – Eben so von dem Aufstarren, sich Emporsträuben der Haare u. Mähnen od. der Borsten eines Thieres, βαϑείῃ φρικὶ μαλλὸν ὀρϑώσας, vom Widder gesagt Babr. 93, 7; von den Aehren eines Saatfeldes, u. bes. von der Haut des Menschen, wenn sie eine sogenannte Gänsehaut überläuft, Hippocr. – Vgl. φρίκη.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φρίξ — ικός, ἡ, Α 1. ελαφρός κυματισμός υδάτινης επιφάνειας, φρικίαση («Ζεφύροιο ἐχεύατο πόντον ἔπι φρίξ», Ομ. Ιλ.) 2. ανατρίχιασμα 3. παροξυσμός ρίγους («πυρετὸς ἴσχει ξηρὸς καὶ φρὶξ ἄλλοτε», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία, κατά μία… …   Dictionary of Greek

  • φρίξ — φρί̱ξ , φρίξ ruffling masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρῖκα — φρίξ ruffling masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρῖκας — φρίξ ruffling masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρίκη — η, ΝΜΑ δέος, φόβος, τρόμος που νιώθει κανείς όταν βλέπει ή ακούει κάτι το τρομακτικό, το αποτρόπαιο (α. «ένιωσε φρίκη μπροστά στο φοβερό εκείνο θέαμα» β. «τῆς σφαγῆς φρίκην ἐμποιούσης τοῑς φίλοις», Διόδ.) νεοελλ. 1. συνεκδ. φρικαλέο πράγμα,… …   Dictionary of Greek

  • φρῖκ' — φρῖκα , φρίξ ruffling masc acc sg φρῖκε , φρίξ ruffling masc nom/voc/acc dual φρῖκαι , φρίκη shuddering fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρῖχ' — φρῖκα , φρίξ ruffling masc acc sg φρῖκε , φρίξ ruffling masc nom/voc/acc dual φρῖκαι , φρίκη shuddering fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Frisch — Frísch, er, este, adj. et adv. 1. Eigentlich, kühl, ein wenig kalt. Das Wasser ist ganz frisch, kühl. Frische Luft schöpfen. Ein frischer Keller, in welchem es kühl ist. Ein frischer Trunk. Es ist heute ganz frisch, ein wenig kalt. Nieders. frisk …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • βήχας —  Αντανακλαστικό φαινόμενο που συνίσταται στη βίαιη εκπνοή, με τη γλωττίδα αρχικά κλεισμένη, για να ανοίξει στη συνέχεια απότομα. Αποσκοπεί στην απομάκρυνση εκκριμάτων και ξένων σωμάτων από τις αεροφόρους οδούς. Το αντανακλαστικό του β.… …   Dictionary of Greek

  • μελάνω — (Α) [μέλας, ανος] γίνομαι μαύρος, μαυρίζω (α. «Ζεφύροιο ἐχεύατο πόντον ἐπὶ φρίξ... μελάνει δὲ τε πόντος ὑπ αὐτῆς», Ομ. Ιλ. β. «πόντοιο διήλυσις, ἔνθα μάλιστα βένθος ἀκίνητον μελανεῑ», Απολλ. Ρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • υπόφρικος — ον, Α αυτός που κατέχεται από ελαφρό ρίγος («ὑπόφρικον καὶ τὸ τοῡ βασιλέως σῶμα ἐγεννήθη», Π Δ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φρικος (< φρίξ, φρικός «ανατρίχιασμα, ρίγος»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”